σκόρδο

σκόρδο
σκόρδο, το και σκόροδο, το
1. είδος λαχανικού.
2. «σκόρδα!», λέγεται για να αποφευχτεί το μάτιασμα κυρίως των βρεφών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… …   Dictionary of Greek

  • σκορδαλιά — η, Ν πολτώδες καρύκευμα από χτυπημένο σκόρδο, λάδι και ξίδι ή λεμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + ἀλιάδα* (< ιταλ. agliata < aglio «σκόρδο» < λατ. allium)] …   Dictionary of Greek

  • σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… …   Dictionary of Greek

  • άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… …   Dictionary of Greek

  • αλιάδα — η «σκοροδάλμη», σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agliata (< aglio «σκόρδο») < λατ. allium, «σκόρδο»] …   Dictionary of Greek

  • μονόσκορδον — μονόσκορδον, τὸ (Α) 1. σκόρδο που φυτρώνει μόνο του, αυτοφυές 2. (κατ άλλη ερμ.) «μονὸν σκόρδον» ή μόνο με σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκόρδον] …   Dictionary of Greek

  • νοθόσκορδο — το βοτ. γένος φυτών τής Αμερικής παρόμοιων με το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nothoscordum < νόθος + σκόρδο] …   Dictionary of Greek

  • σκορδίλα — η, Ν οσμή σκόρδου και, κυρίως, η δυσώδης μυρωδιά που αναδίδεται από το στόμα ατόμου που έχει φάει σκόρδο, αλλ. σκορδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + κατάλ. ίλα (πρβλ. κρεατ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • σκορδοστούμπι — το, Ν 1. φαγητό παρασκευαζόμενο από κρέας και σκόρδο 2. σκορδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + στούμπος / στουμπώνω «παραγεμίζω», κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • σκόροδο — το / σκόροδον, ΝΜΑ το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκόρδο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”